- μαφόριον
- μαφόριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαφορίου — μαφόριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαφόρια — μαφόριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαφόρι — το (Α μαφόριον και μαφόρτιον και μαφάριν) ο μαφόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαφόρτης «πέπλο». Ο τ. μαφόριον, πιθ. κατ επίδραση τών συνθέτων σε φόρος, φόρον] … Dictionary of Greek
Macht (1), die — 1. * Die Macht, plur. die Mächte, ein ungewöhnliches Wort, einen Schleyer zu bezeichnen, welches nur 1 Cor. 11, 10 vorkommt. Darum soll das Weib eine Macht auf dem Haupte haben um der Engel willen. Obgleich Luther das Deutsche Wort nach dem… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
MAVORTE — seu Mavortes, Mavortium, Mafortium, Graecis Μαφόριον, pro Μαφόρτιον. idem est quod κρήδεμνον, apud Homerum, ubi de Penelope tristi ricâ operta, Od. a. v. 334. Α῎ντα παρειάων σχομένη λιπαρά κρήδεμνα. uti ad. h. l. habet Eustathius; qui χρήδεμνον… … Hofmann J. Lexicon universale
απομαφορίζω — ἀπομαφορίζω (Α) αφαιρώ από κάποιον το μαφόριον, δηλ. είδος λεπτού πέπλου με το οποίο σκέπαζαν το κεφάλι οι γυναίκες και οι ιερείς … Dictionary of Greek
κολοβιομαφόριον — κολοβιομαφόριον, τὸ (Α) κοντό κάλυμμα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολόβιον + μαφόριον «είδος λεπτού πέπλου για το κεφάλι»] … Dictionary of Greek
στιχαρομαφόριον — τὸ, Α κάλυμμα κεφαλής συνεχόμενο με την κάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχάριον + μαφόριον «μικρός πέπλος» (βλ. λ. μαφόρι)] … Dictionary of Greek